- θυέστης
- Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν γιος του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας, αδελφός του Ατρέα, από τον οποίο κληρονόμησε το βασιλικό σκήπτρο των Μυκηνών και το κληροδότησε στον Αγαμέμνονα. Ο Ατρέας και ο Θ. σκότωσαν, με τη συνενοχή της μητέρας τους, τον ετεροθαλή αδελφό τους Χρύσιππο. Στη συνέχεια, η κόρη του Κατρέα και σύζυγος του Ατρέα, Αερόπη, από την Κρήτη, συνδέθηκε με τον Θ., ο οποίος φιλονικούσε με τον αδελφό του για τη βασιλεία. Στην παράδοση αυτή, σύμβολο της εξουσίας δεν ήταν το σκήπτρο, αλλά ένα χρυσόμαλλο κριάρι, που ανακαλύφθηκε στο κοπάδι του Ατρέα από τον βοσκό του, Αντίοχο. Ο Ατρέας θεώρησε το χρυσόμαλλο αυτό κριάρι ως θεϊκή αναγνώριση των δικαιωμάτων του στη βασιλεία και συγκάλεσε τον λαό για να παρουσιάσει το θαύμα και να κρίνει αυτός σχετικά με τους δύο αδελφούς. Όμως, η Αερόπη είχε στο μεταξύ κλέψει το κριάρι, το οποίο o Θ. παρουσίασε σαν δικό του και αναγορεύτηκε βασιλιάς. O Δίας, αγανακτισμένος για την απάτη, προκάλεσε αντίθετη κατεύθυνση στην καθημερινή πορεία του ήλιου και των άστρων. Όταν ο λαός είδε τον ήλιο vα ανατέλλει από τα δυτικά, κατάλαβε ποια ήταν η θέληση των θεών, εξόρισε τον Θ. και αναγόρευσε τον Ατρέα βασιλιά. Αργότερα, όταν ο Θ. θέλησε να επιστρέψει στον τόπο του, ο Ατρέας δέχτηκε να τον συγχωρέσει και τον κάλεσε μάλιστα σε δείπνο συμφιλίωσης, στο οποίο του παρέθεσε για γεύμα τα ίδια του τα παιδιά, τα οποία είχε σφάξει προηγουμένως και είχε ανακατέψει το αίμα τους με το κρασί. Ο Θ., συνειδητοποιώντας πως έτρωγε τις σάρκες των παιδιών του (θυέστειον δείπνον), αναποδογύρισε το τραπέζι και καταράστηκε τον αδελφό του και τη γενιά του, λέγοντας: «Έτσι vα ανατραπεί και των Ατρειδών το γένος!». O Θ. εξορίστηκε ξανά και έφυγε με το μοναδικό από τα παιδιά του που είχε επιζήσει, τον Αίγισθο. Άλλη παράδοση αναφέρει ότι έφυγε μόνος και ότι o Αίγισθος γεννήθηκε αργότερα, από τη κόρη του Θ., Πελοπία, την οποία βίασε ο πατέρας της χωρίς να γνωρίζει πως είναι κόρη του.
* * *ὁ (Α θυέστης)νεοελλ.(παλαιοζωολ.) γένος ψαριών τής οικογένειας τών κεφαλασπιδών οστεοστρακων που έχει εκλείψειαρχ.1. δοίδυξ*, γουδοχέρι2. ως κύρ. όν. Θυέστηςγιος τού Πέλοπος και τής Ιπποδάμειας, νεώτερος αδελφός τού Ατρέως.[ΕΤΥΜΟΛ. < θύος κατά τα κηδ-εστής, Ορ-έστης].
Dictionary of Greek. 2013.